- περικόπτοντας
- περικόπτωcut all roundpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διασκευάζω — (Α διασκευάζω) 1. διευθετώ, τακτοποιώ 2. τροποποιώ, μετατρέπω, μετασκευάζω νεοελλ. επεξεργάζομαι λογοτεχνικά έργα περικόπτοντας, τροποποιώντας ή συμπληρώνοντας τα αρχ. 1. εφοδιάζω 2. στολίζω 3. συλλέγω, απανθίζω λογοτεχνικά κείμενα 4. μέσ.… … Dictionary of Greek
Δοσίθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αστρονόμος (β’ μισό 3ου αι. π.Χ.). Καταγόταν από το Πηλούσιο και έζησε στην Αλεξάνδρεια. Υπήρξε μαθητής του Κόνωνα και φίλος του Αρχιμήδη. Είναι γνωστές οι παρατηρήσεις του για τους απλανείς αστέρες και ένα έργο για … Dictionary of Greek